Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Δια ασήμαντης αφορμής


-Δεν ξέρω τί με τράβηξε σε εκείνο τον νεαρό.  Αν ήταν ο τρόπος του, τα λόγια του ή η χροιά της φωνής του. Έμεινα να ακούω τα όσα έλεγε στο κινητό και να αναρωτιέμαι ποια ήταν στην άλλη πλευρά της συνδιάλεξης. Φλερτ, σχέση, προοπτική, φαντασιοπληξία, φίλη; Μια φράση που ακολούθησε μου έλυσε τον γρίφο. «Συναντιόμαστε κάθε Παρασκευή», είπε στον διπλανό του, μάλλον κολλητό.

Ήταν τότε που χωρίστηκαν οι δρόμοι μας κι έπρεπε να προλάβω το λεωφορείο αλλά κάτι μού ’χε κάνει αυτός ο νεαρός. Τον κουβαλούσα στη δουλειά, στο διάλειμμα και στο σπίτι. Ίσως ήταν που δεν τον έπιασα, να του πω δυο λόγια. Καρδιάς.

Είχα υπάρξει στη θέση του. Όπως όλοι. Έρωτας ο αίτιος, λοιπόν. Ξαναγύρισα σαν να ‘ταν ταινία σε δικούς μου έρωτες. Με χρονική σειρά. Όχι έντασης και σημασίας. Είχαν συμβεί λίγα, πολλά; Ποιος, στ’ αλήθεια, μπορεί να μετρήσει; Και τί να μετρηθεί;

Οι κοινές στιγμές, οι ματιές, οι «αναταράξεις» στο στομάχι, τα σημειώματα και τα μηνύματα, τα τηλεφωνήματα –σύντομα και εκτενή- , οι διαδρομές, οι ανάσες, τα φιλιά, τα «γεια», τα «τα λέμε», τα «αντίο», τα «ναι» και τα «όχι»; Πώς ζυγίζονται όλα αυτά και από ποιόν; Και πότε;

Όλα αυτά και όσα περιέχοντα ανάμεσα στις λέξεις ήθελα να του πω και μια συμβουλή. Αν μπορούσα. Αν είναι έρωτας όπως τον είχες φανταστεί, αφέσου!

Φόρεμα τεσσάρων εποχών


Αγοράστηκα τυχαία, απρογραμμάτιστα. Βρισκόμουν κρεμασμένο σε ένα κατάστημα μια ήσυχη μέρα και περίμενα ιδιοκτήτρια και τη βρήκα. Είμαι ένα μαύρο φόρεμα. Θυμάμαι ακόμα πώς με άγγιξε για να νιώσει το ύφασμά μου, πως με ξεκρέμασε και με οδήγησε στο ταμείο. «Αυτή η κοπέλα έχει κάτι »: είπα μέσα μου. Είχα δει και τις άλλες, των άλλων φορεμάτων. Και δεν έκανα λάθος. Όταν έφτασε σπίτι, με δοκίμασε μια φορά και κοιτάχτηκε κλεφτά στον καθρέφτη μαζί μου. ‘Έπειτα, πλύσιμο, στέγνωμα, σιδέρωμα. Κι αναμονή. Πολύ αναμονή. Από τη μεριά μου και από τη μεριά της. Να βρεθεί η κατάλληλη περίσταση.  Βλέπετε, ένα μαύρο φόρεμα δεν φοριέται καθημερινά.

Και βρέθηκε. Η πρώτη φορά ήταν μια συναυλία. Όλη η αναστάτωση κι ο ενθουσιασμός της για το τι θα περιέκλειε είχε μεταφερθεί σε κάθε ίνα μου, μαζί με το άρωμά της που από το λαιμό της έφτανε στο άνοιγμά μου. Και μετά; Οι κινήσεις της να γράφονται πάνω μου και στο τέλος της βραδιάς όλοι οι ήχοι να έχουν διαπεράσει όλα τα μαύρα κύτταρά μου. Καλοκαίρι γαρ…

Έπειτα πάλι αναμονή. Περίστασης. Και η περίσταση ξανάρθε. Ένα κρύο βραδάκι, μια τάση φυγής από όλα κι από όλους, η εικόνα της θάλασσας –ανάγκη μόνιμη- και η παρέα μου; Ένα μαύρο ζακετάκι που με τύλιξε απαλά όπως και τους ώμους της. Ακολούθησαν σκέψεις πολλές κι αποφάσεις για να παρθούν και να ξεχαστούν. Έτσι, όμως, δεν συμβαίνει πάντα; Επιστροφή στα καθημερινά μετά και σε συνήθειες που σκεπάζουν ό,τι μας ορίζει. Και μετά; Ένα φθινόπωρο, ένας χειμώνας.

Ένας  χειμώνας γεμάτος υποχρεώσεις κι εγώ σε μια ντουλάπα να περιμένω να ξαναφορεθώ. Για να της θυμίσω κάτι. Από εκείνη. Και συνέβη. Με θυμήθηκε. Εκείνη. Συμβατικά. Ο λόγος; Μια θεατρική πρεμιέρα. Με φόρεσε με ζιβάγκο χοντρό καλσόν και μπότες. Βάφτηκε –πράγμα σπάνιο- βάρια και πήγε. Σαν μάσκα ανάμεσα σε τόσες. Κι ας ξεχνά πως είναι βαμμένη, κι ας κουβαλά παιδικές εκφράσεις κάτω από το μέικ-απ. Κι ας μη μπορεί να αποποιηθεί τη κοπέλα για το ρόλο της ποθούμενης. Κάθισε, λοιπόν, σε πίσω κάθισμα (ή ,μήπως βούλιαξε) –επιθυμία αιτούμενη- και περισσότερο άκουσε τη παράσταση παρά την είδε. Είναι και η φόρτιση, βλέπετε. Τώρα, θα έχετε αρχίσει να καταλαβαίνετε πως δεν έπεσα έξω στη πρώτη μου εντύπωση… Επιστροφή στο σπίτι με βραδινή διαδρομή γεμάτη νέες εντυπώσεις και ζυμώσεις βιωμάτων που ακουμπούν και μένα μια και τρόπον τινά με φέρει καθώς και μικρά σημειώματα σκέψεων κατώτερα να εκφράσουν τα πραγματικά αισθήματα και τις αισθήσεις που ανακινήθηκαν. Προβλέψιμο; Ναι. Αναμονή. Ντουλάπα. Μια τρύπα από σκώρο. Μέρες, στιγμές, αλλαγές, παρατήρηση. Και βγαίνουμε στην άνοιξη.

Και τη πιο ξεχωριστή περίσταση για εκείνη.  Την συνάντηση με παιδιά.  Με ντύνεται , απλά, δίχως τίποτα άλλο καθότι κοντομάνικο και ντύνεται, ταυτόχρονα, κάτι ανάμεσα σε παιδί-κορίτσι-γυναίκα και  πάει. Με όλη τη πρόθεση να δοθεί σε μικρά και μεγάλα. Γνωρίζοντας, πια, πως κι εγώ θα καταγράψω κάτι  πίσω από κάθε γέλιο, ξάφνιασμα, περισυλλογή ή σκανταλιά. Και οι στιγμές γίνονται όμορφες, πολύχρωμες, χρυσές. Τολμώ να πω σχεδόν διάφανες. Είναι εκεί που όλα καταργούνται και εγώ παύω να ορίζομαι μαύρο. Κι αν κάπου στο εδώ και το τώρα οι αποχρώσεις σας έκλεισαν το μάτι, τότε έχουμε συνεννοηθεί.