Μορφή αλλοτινής εποχής
Πήγα κι εγώ στο χωριό. Καλοκαίρι. Αύγουστος. Άκουσα τα τζιτζίκια, είδα τη μουριά της αυλής, έμαθα το χαγιάτι. Ήμουν 10 χρονών. Ήμουν παιδί αλλά και είχα μεγαλώσει. Είχα μεγαλώσει, ευτυχώς, στη σκέψη της αγάπης του για τρία χρόνια. Στη πόλη που αναγκάστηκε να ζήσει λόγω ασθενείας. Κι είχα μεγαλώσει και στις λίγες συναντήσεις που δεν θυμάμαι και που η ερώτηση του γιου του μού έφερε απρόσμενα, χρόνια μετά όπως άξαφνα σε έπιανε αφηρημένο και σε ρωτούσε : «Τί φτιάχνεις;». Πήγα στη βερούκα, στο κτήμα μας, στη πηγή. Όλα, όπως μου είπαν, ένιωθαν την απουσία του. Των βημάτων, των λόγων, των πράξεων, των σιωπών του. Κυρίως των τελευταίων. Μου διηγήθηκαν έναν κήπο με ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια, χόρτα. Και προσεκτική είσοδο με μια μικρή άδεια και οδηγία από μέρους του να πατηθεί και να κοπούν οι καρποί. Είδα με την άκρη του ματιού μου στη διαδρομή το δικό μου κομμάτι παραδείσου που μου είχε αφήσει πίσω. Ήταν σε ένα μικρό ξέφωτο μια λεμονίτσα. Ένιωσα και ήξερα την ίδια στιγμή πως ...