Είχαν κατέβει στη θάλασσα. Ο χειμώνας είχε τελειώσει. Πίσω τους οι εντάσεις, τα σκληρά λόγια, οι μικρές μέρες. Κάθονταν πλάι-πλάι. Γύρισε να τον κοιτάξει. Στα μάτια του είδε νερό. Δεν είπε τίποτα.
Μπήκε βιαστικά στο διαμέρισμα και κλείδωσε δυο φορές. Τι ήταν εκείνο το βλέμμα! Περαστικού μεν αλλά ίδιο με εκείνου. Εκείνου που είχε βγει άτσαλα απ' τη ζωή της χρόνια πολλά. Το βλέμμα που σου ζητά να διηγηθείς τη ζωή σου ολάκερη με κάθε λεπτομέρεια για να μοιραστεί, να ξανα-υπάρξει, να σβήσει, να βρει το βάρος της. Όχι, αυτό το βλέμμα δεν έφευγε απ' τα μάτια της όσο σφιχτά κι αν τα έκλεινε εκείνο το βράδυ. Για την επόμενη μέρα; Δεν ήξερε.
Στέκεις μπροστά μου σαν ένα τοπίο
εκδρομής που όλο αλλάζει για να ανακαλύψει.
Κι εγώ που δεν ξέρω πώς με κοιτάς, διστάζω.
Πονάω, αγαπάω, ερωτεύομαι, αγνοώ, ζω.
Αν με κινητοποιείς, μη σταματήσεις.