Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Πεζοποίημα #17

Μόλις ορίζεται η πρόθεση
ερωτήματος, έρχεται και
μια απάντηση.
Ποτέ σχεδόν η πρόθεση διάκρισης
του αληθινού.
Είτε από έξω, είτε από μέσα.
Του εξωτερικού παρατηρητή.
Κι έτσι, γεγονότα...

                 29/2/16

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Για να δεις...

...βγήκε αποφασιστικά στον δρόμο, κλείνοντας δυνατά πίσω τη πόρτα σαν τη πρώτη-πρώτη έξοδο στο φως που οδηγεί στο κλάμα της πρώτης ανάσας. Μπήκε σε άλλον κόσμο. Τίποτα από όσα έκλεινε πίσω της αυτή η πόρτα δε μπορούσε να ορίσει τί ένιωθε για τα όσα έπονταν. Ήταν η ίδια απελευθέρωση από την ασφάλεια των εννέα μηνών που έγινε βίαια και περιπετειωδώς με κίνδυνο ύπαρξης να στοχεύει σε ανάσα και καρδιά. Κι όλη εκείνη η σίγουρη περίοδος της κύησης να κρατιέται στη μνήμη με μια θύμιση απροσδιόριστη και ζεστή όπως το κλείσιμο των βλεφάρων στον ήλιο που ήρθε να την ανασύρει..
Αφέθηκε στα βήματα και δίχως να τα μετράει, σε λίγα ο θυμός έφυγε. Ποτέ δεν κράταγε πολύ. Δε μπορούσε. Συνάντησε τον πρώτο άνθρωπο της μέρας. Έναν ηλικιωμένο που με δυσκολία όριζε τα δικά του βήματα λόγω δυσκολίας ή ασθενείας. Έκανε πως δεν δίνει σημασία, δε προσπέρασε η καρδιά της κκαι συνέχισε. Για να μαζέψει εικόνες της δικής της εκδρομής. Που είχε πάντα πεδιάδες και βουνά. Ομορφιές και α-σχήμιες. Δηλαδή άμορφες, για την ώρα, ομορφιές. Δίχως σχήμα. Κράτησε την ελπίδα στη σκέψη και προχώρησε. Συνάντησε πρόσωπα. Μικρά και μεγάλα. Πώς να τα χαρακτηρίσει; Τους μίλησε και ήθελε να τους δείχνει την ανηφόρα κι ας είχε κόπο.
 Χρόνο μετά, ήρθε αυτό που αποκαλούμε κούραση. Θα γύριζε στο σπίτι. Πάλι. Όχι η ίδια.Ποιος και το δει και με ποια μάτια; Κρατούσε μερικά εξωτερικά σχήματα της μέρας: εισιτήρια, αποδείξεις, διαφημιστικα, κ.α.
 
                                 Για να δεις κάτι πρέπει κάπου να το κουβαλάς...
                                                                ή
                                   ...να αφήνεσαι κάποιος να στο δείξει.
 
                                                                                                                 24/2/16
                      

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Πεζοποίημα #16

...και φτάνει η ώρα ό,τι
έχεις συλλέξει να χαριστεί
- δοσμένο πάντα- για να
πολλαπλασιαστεί.
Ποιο κέρδος;

         23/2/16

Πεζοποίημα #15

Η ματιά να
στρέφεται σε
σκούρες
αποχρώσεις για
να αναγνωρίζεται ευκολότερα
το ΦΩΣ.
Ή, αλλιώς, άσκηση...

              23/2/16

Πεζοποίημα #14

Αληθοφανείς ερμηνείες
σε ρόλους χαρισμένους
πείθουν δήθεν ακόμα
τους κομπάρσους και
τους δευτεραγωνιστές
που ζητούν και
θέατρο και
σανίδι και
κοινό και
χειροκρότημα. Ως πότε;

                23/2/16

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Παράξενα παιχνίδια (~κεφ.1)



                                     ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ         

 

Το χαρτί μπροστά του λευκό. Οι σκέψεις λιγοστές. Ποια φράση να φτιαχτεί απ’ αυτές; Πώς ξεκινούσε πάντα, να θυμηθεί. Ένα μήνυμα, μια εικόνα, μία λέξη, μια πρόσφατη συζήτηση. Τι τον κινητοποιούσε, να θυμηθεί. Ναι, να θυμηθεί. Αλλά πώς; Τι είχε συμβεί και ένιωθε άδειος; Ποτέ πριν έτσι. Άδειος. Άλλη μια μέρα.   Πάντα κάτι δούλευε κρυφά μέσα του και έβγαινε την κατάλληλη στιγμή. Έτσι ήταν ή έτσι πίστευε; Τι σημασία έχει τώρα.

 Τώρα που νιώθει πιο μετέωρος από ποτέ. Πρώτη φορά ανέμπνευστος. Δεν θα το αφήσω άλλο έτσι, σκέφτηκε. Θα αντιδράσω. Θα αλλάξω εικόνες. Θα πάω ένα μακρινό ταξίδι. Θα  δω νέα μέρη, νέους ανθρώπους, θα φορτιστώ. Κι αν η έμπνευση με ξέχασε, θα την βρω και πάλι στο δρόμο, όπως πίστευα και συνέβαινε παλιά. Στα πρώτα χρόνια, που ούτε υποχρεώσεις με περιόριζαν, ούτε δεύτερες σκέψεις για ύφος, συνοχή, αληθοφάνεια χαρακτήρων, δομή και άλλα. Τότε που έγραφα για μένα δίχως προοπτική κριτικής, κοινού, σιναφιού...

Γι’ αυτό τον βλέπουμε τώρα με ένα “πακετάκι” μπροσούρες στα χέρια, να διαβάζει και να προσπαθεί να αποφασίσει σε ποιο σημείο θα αναζητήσει εκ νέου τη μούσα του. Μπήκε σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο, άρπαξε ό,τι φυλλάδιο βρήκε μπροστά του, είπε δυο βιαστικές κουβέντες στο πράκτορα – κάτι σαν “συγγνώμη”, κάτι σαν “βιάζομαι”, ή μήπως μόνο τις σκέφτηκε – και βρέθηκε ξανά στο δρόμο. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που περνούσε και έφτασε σπίτι.

 Το είχε αποφασίσει. Τίποτα δεν θα τον σταματούσε. Αποφασιστικότητα. Αυτό του έλειπε τόσο καιρό. Τόσες μέρες που έγραφε και έσχιζε χαρτιά. Που άρχιζε και δεν τελείωνε πρόταση. Ναι, αποφασιστικότητα. Αυτό είναι το κλειδί απ’ αυτή τη φυλακή. Μια φυλακή με στέρεα υλικά. Σιωπή, σιωπή και σιωπή. Ούτε οι ήχοι των κλασσικών που λάτρευε δεν “λειτουργούσαν” πια. Ούτε οι φωνές των δίπλα διαμερισμάτων, ούτε τα γέλια παιδιών στο δρόμο - αλλοτινές αφορμές. Είτε σαν επιβεβαίωση πως ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, να αγαπά, να παίζει, να μαλώνει, είτε σαν στοργική  υπενθύμιση – σχεδόν μητρική - μίας από τις ζωτικές ανάγκες του ανθρώπου.

Αλλά, προς τι τόση πελαγοδρόμηση; Το μέλλον του ήταν όλο μπροστά. Δεν τον είχαν πάρει δα και τα χρόνια. Είχε φροντίσει να απαλλαγεί ανώδυνα από όσα οι άλλοι συνηθίζουν να φορτώνουν τις ζωές τους, έρωτες, παιδιά, γατιά –  το τελευταίο σε περίπτωση ταξιδιού. Από αυτά που δεν έκανε ποτέ. Νάτο πάλι μπροστά του το ταξίδι. Μα πώς τα κατάφερνε να ξεχνιέται... Στα χέρια του τα φυλλάδια. Τα πρώτα περί Μαδρίτης, Λονδίνου, Κωνσταντινούπολης, δεν είχαν αλλάξει και τόσο τα γούστα του κόσμου, φαίνεται.

 

Ξαφνικά, είδε το πρόσωπό της. Δεν πρόλαβε να αμυνθεί στη μνήμη αυτή την εικόνα. Εκείνη ζωντανή, φωτεινή, με ανασηκωμένο το άνω χείλος σαν υποψία πόνου, χαμόγελου - δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει - μπροστά του. Με τα δυο της μάτια να λάμπουν ζητώντας του τα πάντα και τίποτα. Καμία άλλη δεν ήταν σε θέση να του ζητά και τα δύο ταυτόχρονα και να τα εννοεί. Και τα δύο. Έμεινε ασάλευτος, όπως τις στιγμές που παιδί κράταγε την αναπνοή του για να διαρκέσουν όσο περισσότερο γινόταν.

Άκουσε το κουδούνι να χτυπά. Το κουδούνι του. Είχε σχεδόν ξεχάσει τον ήχο του. Μετά την ανάρτηση της επισήμανσης προς παντός είδους διασαλευτές της ηρεμίας του και κατ’ επέκταση της έμπνευσής του, είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του στους καλοθελητές “διακόπτες”. Σαν από όνειρο, λίγο χαμένος, λίγο νωθρός πήγε να ανοίξει. Μοναδική σκέψη πριν σηκώσει το βλέμμα του ήταν να φανταστεί στιγμιαία πώς θα έμοιαζε αυτός που αγνοούσε την προειδοποίηση.

 

…κι αν μερικοί λένε πως η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια, είναι γιατί δεν έχουν δει το επόμενο κι έτσι θεωρούν το πιο πρόσφατο το πιο ευφάνταστο της διαδρομής τους...

 

Κάτι σαν ζωή...


Ήταν η εποχή που ξεχώριζα ακόμα την αλήθεια και το ψέμα. Ακολούθησε μια εποχή που  αποδείκνυε πως όλη η προηγούμενη ήταν ένα ψέμα.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ένας λευκός αναπτήρας


Ξεκινάς να βγεις από το σπίτι. Πλένεσαι, ντύνεσαι, κοιτιέσαι στον καθρέπτη. Βάζεις στη τσέπη τα κλειδιά αλλά την ώρα που πας να πάρεις τα τσιγάρα, κάτι συμβαίνει. Ο αναπτήρας γλιστρά από τα ακροδάχτυλα και πέφτει στο πάτωμα. Τότε κάνεις τη γελοία σκέψη πως ένα ατύχημα και η ζωή σου η ίδια θα μπορούσε να εξαρτάται από τη καθυστέρηση αυτή. Ξεχνάς τη παραπάνω σκέψη και ξεκινάς τη μέρα σου.  Ώσπου ένα ωραιότατο αυτοκίνητο σταματά μπροστά σου δευτερόλεπτα αφηρημάδας με τη πανέμορφη πιθανότητα σύγκρουσης και διακοπής της ζωής σου. Αρχίζεις να ξανά- αναπνέεις και να ξαναθυμάσαι στατιστική, προσευχές, τον νόμο του Μέρφι και ό,τι γνωρίζεις για να καταλήξεις πως όπως και η αρχή ίσως και το τέλος της ζωής είναι θέμα πιθανοτήτων ή, για εκείνη τη μέρα, ένας λευκός αναπτήρας.

       
                                                                            Μέρες μετά, 24/2/15

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Δοκιμή παραμυθιού ή μια εξήγηση ζωής


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καρδιά. Μια μικρή καρδιά που ήθελε να μάθει ποδήλατο. Ξεκίνησε , λοιπόν, μια όμορφη, φωτεινή μέρα και ανέβηκε στη σέλα. Στο δρόμο της συνάντησε πετραδάκια. Την ενοχλούσαν και την έβγαζαν εκτός ισορροπίας. Το βρήκε σαν παιχνίδι πότε να τα πατά (;), πότε να τα προσπερνά. Θυμήθηκε, δα, από άλλο παραμύθι ότι μ’ αυτά ένα παιδάκι έβρισκε το δρόμο του πίσω στο σπίτι του. Ίσως, λοιπόν και γι΄αυτή να χάραζαν το δικό της μονοπάτι για τον μεγάλο δρόμο.

Κάποια άλλη μέρα που έκανε ποδήλατο η μικρή καρδιά, ο άνεμος φυσούσε λυσσασμένα και πάλι την έβγαζε εκτός ισορροπίας. Πείσμωσε, όμως και έβαλε τα δυνατά της να κρατήσει το τιμόνι της σταθερό. Τότε, μαγικά, άρχισε να ξεχωρίζει λέξεις, μελωδίες και σκοπούς και γύρισε σπίτι με ένα αναπάντεχο τραγούδι στα χείλη. « Πόσες φορές, άλλωστε, όταν φοβόταν πολύ δεν έπιανε το τραγούδι;» αναρωτήθηκε.

Κάποιες μέρες αργότερα που είχε βγει από το σπίτι η μικρή καρδιά –μεγαλωμένη λίγο- με το ίδιο ποδήλατο της, συνάντησε έναν άνθρωπο με πατερίτσα. Καθώς  σταμάτησε και τον λυπήθηκε λίγο, κοντοστάθηκε και του μίλησε,  βγαίνοντας λίγο εκτός ισορροπίας, εκείνος την συμβούλεψε να ξαναβάλει τις βοηθητικές ρόδες πίσω στο ποδήλατο γιατί ήταν μικρή ακόμη και τις χρειάζονταν. Εκείνη, μεμιάς, έκλεισε τα αυτιά της, καβάλησε με ορμή το ποδήλατό της και ένιωσε άξαφνα πως από μια μικρή καρδιά μετατράπηκε σε έναν ολόκληρο κατακόκκινο άνθρωπο.

*Διόρθωση/Άλλη εκδοχή :  Στη θέση του τρίτου ανθρώπου, είδε κάποιον που έπαιζε υπαίθριο σκάκι και την συμβούλεψε πως χρειάζονται άνθρωποι-πιόνια...


 

 

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Μορφή αλλοτινής εποχής


Πήγα κι εγώ στο χωριό. Καλοκαίρι. Αύγουστος. Άκουσα τα τζιτζίκια, είδα τη μουριά της αυλής, έμαθα το χαγιάτι. Ήμουν 10 χρονών. Ήμουν παιδί αλλά και είχα μεγαλώσει. Είχα μεγαλώσει, ευτυχώς, στη σκέψη της αγάπης του για τρία χρόνια. Στη πόλη που αναγκάστηκε να ζήσει λόγω ασθενείας. Κι είχα μεγαλώσει και στις λίγες συναντήσεις που δεν θυμάμαι και που η ερώτηση του γιου του μού έφερε απρόσμενα, χρόνια μετά όπως άξαφνα σε έπιανε αφηρημένο και σε ρωτούσε : «Τί φτιάχνεις;».

Πήγα στη βερούκα, στο κτήμα μας, στη πηγή. Όλα, όπως μου είπαν, ένιωθαν την απουσία του. Των βημάτων, των λόγων, των πράξεων, των σιωπών του. Κυρίως των τελευταίων. Μου διηγήθηκαν έναν κήπο με ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια, χόρτα. Και προσεκτική είσοδο με μια μικρή άδεια και οδηγία από μέρους του να πατηθεί και να κοπούν οι καρποί.

Είδα με την άκρη του ματιού μου στη διαδρομή το δικό μου κομμάτι παραδείσου που μου είχε αφήσει πίσω. Ήταν σε ένα μικρό ξέφωτο μια λεμονίτσα. Ένιωσα και ήξερα την ίδια στιγμή πως όλα έτσι θα είναι εκεί. Ο παππούς μου μού έλυνε κάθε απορία για το πώς δημιουργείς την αιωνιότητα στο φαινομενικά πρόσκαιρο για δυο γενιές αργότερα με την «απουσία « σου.

Επάγγελμα; Παπάς. Λειτουργούσε, λένε, σαν άγγελος και τηρουσε πρώτα τις ακολουθίες κι έπειτα τον κήπο του, που με το περίσσευμά του πολλές οικογένειες του χωριού ανακουφίστηκαν. Κατέβαινε στο καφενείο του χωριού για έναν καφέ ή ένα κρασί να μάθει τα νέα των χωριανών και, κυρίως; Να λύσει τυχόν παρεξηγήσεις. Γιατί έφτανε ένας λόγος για να λυθούν. Ένα «ναι» στην κυρά του, τη παπαδιά, για όλη τη μέρα. Μια φράση στα παιδιά του για μια χρονική περίοδο όταν ενηλικιώθηκαν.

Ήξερε καλά τον κόπο του μυρμηγκιού, της κότας, του πουλιού, του κατσικιού, της αγελάδας, του γαϊδουριού και του σκύλου. Την αξία του χόρτου, του βοτάνου, του θάμνου, του δέντρου. Του ανθρώπου και κάθε μέλους του σαν δημιουργήματα Του. Και τα τιμούσε. Σε κάθε ανάσα του με μια καρδιά που αιμορραγούσε διαρκώς μα δεν άφησε σχεδόν σε κανένα να δει μια σταγόνα πόνου.

Την έκρυβε σε ένα χρυσό χαμόγελο. Κουράγιου, ελπίδας, παρηγοριάς. Θα έλεγα, γνώσης. Της δικαιοσύνης και της αγάπης Του. Και πορευόταν. Ήσυχος, ανάλαφρος και σίγουρος. Για τα μέσα και τα έξω. Για την εποχή, τις συνθήκες, τις στιγμές. Άφηνε τη πορεία του στον Δρόμο τον μεγάλο. Άλλοι συμπορεύτηκαν, άλλοι  προσπέρασαν, άλλοι ξαφνιάστηκαν, άλλοι κατάλαβαν, άλλοι διάλεξαν να αγνοήσουν.

Όλοι χώρεσαν στην καρδιά του. Για πάντα. Από τη πρώτη στιγμή αναγνώρισής τους στη ζωή του. Όλους τους κουβάλησε περήφανα. Ταπεινά στεκόμενος στην αξία που τους δίνονταν ως το τέλος. Με οποιοδήποτε τίμημα. Ακόμα με εκείνους τους πόνους μαρτυρίου του καρκίνου των οστών.

Με υπομονή και εμπιστοσύνη σε Εκείνον. Που γνωρίζει τί στέλνει σε ποιόν. Τί μπορεί να αντέξει ο καθένας. Τίποτα πάνω από την αντοχή. Κι εγώ, εδώ και τώρα, ύπαρξη – παραδεκτά- αλλοτινής εποχής να καταγράφω για να μην ξεχνώ. Μάλλον, τέλος.

                                                                                                            22&31/1/16

Σημ.1: χαγιάτι=χωριάτικο σκέπαστρο αντί μπαλκονιού

Σημ.2: βερούκα=ονομασία κτημάτων τοπική