Ουτοπία (;)
Στεκόμουν ή έπεφτα; Στεκόμουν ή προχωρούσα; Υποθέτω πως περπατούσα σ’ ένα δρόμο και τα βήματά μου συνάντησαν κάτι. Απροσδιόριστο για τα μάτια. Το έπιασα, το κράτησα στα χέρια - κίνηση άστοχη, όπως αποδείχθηκε μετά- και προσπάθησα να το αναγνωρίσω. Δεν έμοιαζε με τίποτα του παραδεδομένου κόσμου. Τόλμησα να το νοηματοδοτήσω σαν αόρατο εισιτήριο. Κι αμέσως η σκέψη : «πώς το είδα;». κοίταξα αν κάποιος είδε τη κίνηση των χεριών μου, τη διαδρομή από το πεζοδρόμιο στα χέρια και το έκρυψα βιαστικά στην εσωτερική τσέπη του παλτού μου. Χειμώνας ήταν. Για όλους. Σχεδόν και για μένα. Έκανα ένα βήμα. Τίποτα ίδιο. Όλα είχαν αλλάξει. Τα σχήματα, τα χρώματα, οι μυρωδιές, η αίσθηση της αφής και της γεύσης. Δεν ξαφνιάστηκα εντελώς. Ήξερα πως το εισιτήριο αυτό δεν ήταν κάτι που θα με ή το προσπερνούσα. Ένιωσα σαν να είχα ανακαλύψει ένα μυστικό που έπρεπε να το κρατήσω για τον εαυτό μου ή να το πω σε όλους. Με προσπέρασε ένας περαστικός. Μου φάνηκε σαν να έριξε μια κλεφτή ματιά κάπου προς τα το ...