Κάποτε κάποιος ξεκίνησε να βρει τον εαυτό του. Σκέφτηκε, λοιπόν, να ρωτήσει όλους όσους ήξερε και δεν ήξερε να μάθει. Ξεκίνησε έτσι και με όποια ευκαιρία του δινόταν, ρωτούσε. Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια. Νόμισε πως είχε μάθει αρκετά. Όταν το ξανασκέφτηκε, όμως, είδε πως δεν ήταν τόσα όσα αρχικά θα ήθελε. Σκέφτηκε πως το καλύτερο που θα' χε να κάνει είναι να ρωτήσει πού θα μπορούσε να μάθει κι άλλο. Έτσι κι έκανε. (Ρώτησε και) του είπαν ότι η Γνώση είναι συγκεντρωμένη στις βιβλιοθήκες. Τα βιβλία είχαν πολύ σημαντικά πράγματα γύρω τους και θα ήταν καλό να διαβάσει. Ξεκίνησε και άρχισε να πηγαίνει σε βιβλιοθήκες, να διαβάζει, να μαζεύει γνώσεις και πληροφορίες. Πέρασαν χρόνια για να γυρίσει τον κόσμο επισκεπτόμενος βιβλιοθήκες. Κάποια στιγμή κουράστηκε ή, σωστότερα, το καλοκαίρι δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί στο διάβασμά του. Πήγε σε μια παραλία, έστησε τη σκηνή του και μύριζε τις μυρουδιές της θάλασσας, άκουγε τον αέρα, έπιανε στις χούφτες του την άμμο. Ένα βράδυ ο ύπνος τον...