Ασκήσεις επί χαρτου,
σκέψεις που γίνονται ύλη,
διαδρομές
γνώριμες και μη.
Ακροβασίες και ισορροπία,
πορεία και πέρασμα
να χρωματίζεται ξανά
με ιδια χρώματα
μα άλλες αποχρώσεις.
Αφηνομαι
περιοριζομαι
ανακαλύπτω
προχωρω
για το παρακάτω.
Κοιτάω μπροστά .
Βρίσκω παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Ξαφνιάζομαι
μα δε λέω να φοβηθώ.
Διστάζω
και προσφέρω.
Κάτι που φαντάζει λίγο.
Η, μικρό.
Ας πολλαπλασιάζεται...
Ως το τέλος...
Do you have love and hate over here ?
What was your latest dream?
Where's your soul ?
Deeply dark or sunny ?
Don't play with me
the bad rules
but fair play
Are your eyes closed or open ?
Are ypu stepping behind Him ?
Our common Jesus ir he beside him ?
Is loneliness your best friend ?
Are all there in front
or behind you ?
δε θέλω να έχω τίτλο, ιδιότητα, χαρακτηρισμό,κατηγορία. θέλω απλά να είμαι ένα γραπτό στον υπαρκτά εξωτερικευμένο χώρο. να μην έχω ηλικία, δηλαδή χρόνο και χώρα δηλαδή τόπο. θέλω να ανήκω σε όσους αφήσω ένα ίχνος και σε όσους όχι. θέλω να περνάω σαν αέρας και να τρέχω σαν ποτάμι. να μην αναζητείται η αρχή, η αιτία, η αφορμή, η λεγόμενη "έμπνευση"... θέλω μόνο να υπάρχω γιατί υπήρξα κάπου αλλού. άλλοι θα το έλεγαν εσωτερικό κόσμο, άλλη ψυχή, άλλοι βίωμα. το χαρακτηρίζω κάτι δοθέν, δεν πολυαπορώ και προχωρώ. να εξηγηθεί η μετάγγιση,η μεταβίβαση και η διύληση του καθαρού φωτός; το θεωρώ αδύνατο. κι έτσι εξηγήσιμο μόνο από ότι κάνει δυνατά τα αδύνατα. αν παύουν ποτέ οι απορίες, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις... και έτσι λέω πως πορεύομαι...όσο δηλώνω πως γνωρίζω ως τώρα...περίπου.αυτά,νομίζω.-
Το φως
της βροχής
έπαιζε
με τον τοίχο
(-τον άσπρο-)
ασυνήθιστο αστικό τοπίο
Πήρες σταγόνες
κι έγραψες
ένα "σ΄ αγαπώ"
στο τζάμι
Το είδα αργά
όπως και κάθε
Νίκησες; Ηττήθηκα;
Τρίτος παρατηρητής
επειγόντως.
Κλείνω μ΄ ένα χαμόγελο.
Και πάλι.
Σταγόνες της βροχής
μου έδεναν τα χέρια
μέρες
τα βήματα
Σταγόνες της βροχής
σε έφερναν σε μένα
αγάπη μαζί και χωρισμός
Σταγόνες της βροχής
κι ένα κρυφό ποτάμι
αφαιρούσαν
σαν να πρόσθεταν
(Οι) σταγόνες της βροχής
εσύ κι εγώ.
Ξέρω πια
πως γελούν
και πώς κλαίνε
Ξέρω πια να παρατηρώ
τον άνεμο
στο πρόσωπο
Μού΄ μαθες να βλέπω
το χρώμα της βροχής
κι ας μην ήθελες
δεν ήταν ένα
Ξέρω πια τα πουλιά
πως βρέχονται
και τα φύλλα πώς χαμογελούν
Βυθισμένα στην αιώνια βροχή
Ξέρω πια να γελώ
σαν κλαίω
και να κλαίω
σαν να γελώ
Μού΄ μαθες πως
όλα είναι ζωή
και ορίζεται
κι από μας
Χαμογελώ
κλείνω μάτι
και προχωρώ.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδί. Κουβαλούσε την Αγάπη του κόσμου με το Α κεφαλαίο. Έδινε χωρίς να κοιτά αν χρειαζόταν. Κι έτσι παρεξηγούταν και παρεξηγούσε. Περπάτησε, μεγάλωνε, θα γερνούσε μα πάντα κάτι βαθύ θα φώναζε : "Αγάπα!".
Σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα αγοράκι. Για παιχνίδι είχε τα σπίρτα. Κάποιος του έμαθε ένα καινούργιο. Αρκετά ξυλαράκια στα χέρια του ενός παίκτη με ένα άνισα μακρύτερο. Αν επέλεγε αυτό θα κέρδιζε. Με ανησυχία γαλήνια περιμένω την έκβαση του νέου αυτού παιχνιδιού.
Σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας πρίγκηπας. Όλοι αναγνώριζαν το πόσο κοντά στον βασιλιά. Ώσπου μια μέρα έπρεπε μεταξύ τους και ερήμην να αποφασίσουν για τη γοητεία, ή θέλγητρο, αν προτιμάτε ενός κοριτσιού - κοπέλας - γυναίκας. Το τι συνέβη παρακάτω, το αποφασίζετε εσείς...
Απομακρυνόμενοι απ΄ τη πηγή, αυτόματα κι απ΄ η καρδιά, χανόμενοι απ΄το κέντρο περιπλανιόμαστε ενωμένοι γύρω από τον μόνο άξονα που μπορεί να δίνεται για τα προσφερόμενα κλαδάκια γκρεμών. Λογικής καιι συναισθήματος. Έπειτα ξεχνιόμαστε, ξεχνάμε, δοκιμάζουμε και βλέπουμε ξανά το πιο μικρό κι ανυπεράσπιστο χεράκι της Ζωής. Υψώνουμε βλέμματα και ανάστημα και προχωράμε. Ξανά. Με αγάπη και πάλι με αγάπη. Που δε μπορούμε να ξε-μάθουμε. Κι έτσι γυρνάμε στη μόνη και μόνιμη ασφάλειά μας. Μια λέξη. Ένας δρόμος. Μια Ζωή. Κι οι λέξεις σχεδόν ανυπεράσπιστες...
Το στυλό θα ανεβοκατέβαινε μετά από χρόνια, ίδιο και το χέρι θα όριζε το ρυθμό που η απόσταση μελανιού-σώματος θα άκουγε το αυτί. Σαν νέες παρουσίες σε σχολείο...
Τον συνάντησε μέσα στο πλήθος. Τον έχασε μέσα στο πλήθος με τη πιο γλυκιά ματιά στα μάτια. Ποτέ δε μπόρεσε να συγχρονιστεί με τα πιο ισχυρά θέλω της. Μοίρα;
Καφές και νικοτίνη τα εφόδιά της για τις δύσκολες απογευματινές της ώρες. Εκείνες που οι ρυθμοί πέφτουν και η ζωή μοιάζει να απουσιάζει δίνοντας το παρών σε αλλονών τις ζωές...
Ξύπνησε. Κοιτάχτηκε
στον καθρέφτη. Είχαν
ξεκολλήσει από πάνω
της όλα τα περιττά σαν
λέπια.Το χάρηκε πολύ.
Βγήκε μια βόλτα να την
δει έτσι ο πρωϊνός ήλιος.
Ξεχώριζε από τον συρμό
με απροσδιόριστες ιδιότητες
δια γυμνού οφθαλμού.
Περνούσε πάντα καιρός
για να μπορέσει κάποιος
να τις αντιληφθεί. Σχεδόν
πάντα εκείνη είχε βγει από
τη ζωή τους.
Είχε βάλει το κεφάλι του στον ντορβά του χασάπη από καιρό. Θα το χαρακτήριζαν μοσχαροκεφαλή. Η λαιμητόμος έκανε γνωστή τη γνώριμη κίνησή της κάθε στιγμή.
Με το σύμπαν να έχει ασαφή και άπειρα χαρακτηριστικά - διαστελλόμενο και συστελλόμενο κατά περιόδους - , πώς μπορεί να θεωρηθεί το συνολικό αν αποτελείται κατά μια θεώρηση από τη σύλληψη όλων των υπάρξεων στον ανθρωποπαθή νου του Θεού;
Η τάξη να ορίζει προσωρινά τη μείωση της ελεγχόμενης αυτοδημιούργητης αφορμής για δημιουργία όταν παύει η ανάγκη της. Με την εντροπία σύμβουλο για μείωση της διαχεόμενης πληροφορίας σε ένα αμφισβητήσιμο κλειστό θερμοδυναμικά σύμπαν όπως τον ανθρώπινο εγκέφαλο ή - στοχευμένα και σωστότερα -μάλλον το κέντρο της ύπαρξης, την ψυχή. Σύμπαν ή πλανήτη, προς μελέτη.
Το τσιμέντο αγνοούσε πόσο νερό, χαλίκι και ουσιαστική πρώτη ύλη απαιτούσε. Αλλά το έργο που κάτι διόρθωνε, ε, έγινε. Οι εργάτες έκαναν τη δουλειά τους με τα ευχάριστα διαλείμματά τους, οι περαστικοί κατάλαβαν προφανώς λιγότερα και έμειναν με εντυπώσεις και εσωτερικά χαμόγελα βελτίωσης της ζωής, ο δρόμος ξαναπήρε...ζωή μετά τη πρόσκαιρη παρακώληση συγκοινωνιών, κάποιος βγήκε να λιαστεί για να συνομιλήσει με τον ήλιο, κάποιοι τράβηξαν βιαστικά κουρτίνες, κάποιοι παντζούρια, κάποιοι πόρτες, κάποιοι μετακίνησαν αυτοκίνητα και μηχανάκια. Είπαν πως η ζωή συνεχίζονταν. Κάποιοι την ακινητοποιούσαν, κάποιοι τη παρατηρούσαν, κάποιοι την ερμήνευαν, κάποιοι την επιτάχυναν, κάποιοι τη συγχρόνιζαν, κάποιοι χάλαγαν ρολόγια, κάποιοι χώρους, κάποιοι σχεδόν τα πάντα μπροστά όλοι στο Παν. Ένα μικρό παιδί έμενε εκστατικό. Ποια μητέρα να προλάβει να του εξηγήσει. Και πότε. Κι αν μπορούσε. Κι αν ήθελε. Κι αν ήξερε. Κι αν συνέφερε. Κάποιος είχε αντιληφθεί τον χρυσό τροχό. Αυτόν που συνέφερε από πάντα και για πάντα όλους. Τι να έκανε; Κατέγραφε.